- παρίστριος
- -α, -ο / παρίστριος, -ία, -ον, ΝΜαυτός που βρίσκεται κοντά στον ποταμό Ίστρο, δηλ. Δούναβη, ή στον Ίστρο (α. «τα παρίστρια έθνη» β. «παριστρία γέφυρα», Τζέτζ.)μσν.(το ουδ. στον πληθ.) τὰ παρίστριατα μέρη που βρίσκονται κοντά στον ποταμό Ίστρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* Ἴστρος + επίθημα -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.